- νεόγυιος
- νεόγυιος, -ον1 with youthful limbs
ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24
τάκομαι εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν fr. 123. 12.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24
τάκομαι εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν fr. 123. 12.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
νεόγυιος — νεόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει νεανικά μέλη, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος»), πρβλ. βαρύ γυιος, θρασύ γυιος] … Dictionary of Greek
νεόγυιον — νεόγυιος with young limbs masc/fem acc sg νεόγυιος with young limbs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογυίους — νεόγυιος with young limbs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)